παιδοφίλη

παιδοφίλη
παιδοφίλης
masc voc sg
παιδοφιλέω
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
παιδοφιλέω
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδόφιλος — παιδόφιλος, ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος 2. παιδεραστής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη προσωνυμία τής Δήμητρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”